- ἡμερολογέοντας
- ἡμερολογέωto count by dayspres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ημερολογώ — ἡμερολογῶ, έω (Α) αριθμώ τον χρόνο κατά μέρες («ἡμερολογέοντας τὸν λοιπὸν χρόνον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + λογώ (< λογος < λόγος) πρβλ. αισχρο λογώ, ευ λογώ] … Dictionary of Greek